αγαθό

αγαθό
To αντικείμενο του κλάδου της φιλοσοφίας που ονομάζεται ηθική. Στην ιστορία της φιλοσοφικής σκέψης ο όρος χρησιμοποιήθηκε ως προσδιορισμός ενός συνόλου προβλημάτων και θεωριών που συνδέονται με την αρετή, αλλά και με ό,τι γενικά εμφανίζεται ως ευχάριστο και χρήσιμο και του οποίου η απόλαυση δημιουργεί ευεξία. Στην ανάπτυξή της η φιλοσοφική σκέψη έτεινε με συνεχώς μεγαλύτερη επίγνωση προς τη διάκριση μεταξύ των δύο αυτών όψεων, βάζοντας, δίπλα στην ηθική, την οικονομία ως φιλοσοφικό δόγμα του α. ως χρήσιμου και ευχάριστου. Ενώ η ελληνική φιλοσοφία κινείται προς αναζήτηση μιας απόλαυσης και μιας ευδαιμονίας που ωστόσο δεν αποκλείει την αρετή, η χριστιανική σκέψη, που με την ασκητική της τάση θεωρεί την απόλαυση ως εμπόδιο στην πραγματοποίηση της αγιότητας και του α., καθιερώνει βίαια τη διάκριση ανάμεσα στο ηθικό α. και στο χρήσιμο α. Στη φυσιοκρατία της Αναγέννησης το α. ως χρήσιμο δικαιολογείται από τον πραγματικό του χαρακτήρα και αναγνωρίζεται ότι δεν είναι δυνατόν να εκλείψει. Toα. με την έννοια αυτή ταυτίζεται με την πολιτική. Σύντομα όμως αναπτύσσεται μια πιο άκαμπτη αντίληψη περί του α., που αποβλέπει να προβάλει τον απόλυτα ασυμβίβαστο με τον χρήσιμο χαρακτήρα του καθώς και την ιδιόμορφη φύση του. Hτάση αυτή φτάνει στο αποκορύφωμά της στην καντιανή αντίληψη περί ηθικής. Μετά τον Καντ, η νεότερη σκέψη θα επιχειρήσει να αναγνωρίσει την αυτονομία του α. και του χρήσιμου, νοουμένων ως χωριστών εννοιών και βαθμίδων του πνεύματος (Κρότσε), ή θα αρνηθεί, με τον υπαρξισμό του Σαρτρ, την ίδια την έννοια της αξίας, που βρίσκεται στη βάση του προβλήματος του α., ξεκόβοντας από μια θεωρητική γραμμή που είχε αρχίσει από τους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους. Οικονομία.Α. υπό οικονομική έννοια είναι κάθε προσιτό μέσο που μπορεί να ικανοποιήσει μια ανθρώπινη ανάγκη. Η έννοια του α. είναι μια από τις θεμελιώδεις έννοιες της οικονομικής επιστήμης. Α. δεν είναι όλα τα πράγματα που υπάρχουν στη φύση· για να περιληφθούν σε αυτή την κατηγορία, θα πρέπει πριν απ’ όλα να μπορούν να ικανοποιήσουν μια ανθρώπινη ανάγκη, να είναι δηλαδή χρήσιμα. Δεν είναι απαραίτητο να είναι υλικά αντικείμενα, ικανά να καλύψουν μια άμεση ανάγκη (όπως π.χ. το ψωμί). Α. είναι, επίσης, και τα πράγματα που έχουν μια έμμεση χρησιμότητα (όπως τα μέσα παραγωγής) και τα άυλα πράγματα (όπως ένα δίπλωμα ευρεσιτεχνίας ή τα πνευματικά δικαιώματα ενός συγγραφέα ή οποιαδήποτε υπηρεσία). Δεύτερη προϋπόθεση είναι η προσιτότητα. Δεν αρκεί ένα αντικείμενο να μπορεί να ικανοποιήσει θεωρητικά μια ανθρώπινη ανάγκη· απαιτείται να είναι πρακτικά διαθέσιμο, ώστε να είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθεί (δεν είναι α. ένα πλοίο και το φορτίο του που έχουν βουλιάξει στην άβυσσο του ωκεανού). Ένα α., όμως, που είναι χρήσιμο ή ακόμη απαραίτητο (όπως o αέρας που αναπνέουμε) και προσιτό (αρκεί vα ανοίξουμε το στόμα για να πλημμυρίσει τους πνεύμονές μας), όταν δηλαδή υπάρχει σε υπεραφθονία και η προμήθειά του δεν αποτελεί πρόβλημα, χαρακτηρίζεται ως ελεύθερο α. Την οικονομική επιστήμη, όμως, την ενδιαφέρουν κυρίως τα α. που είναι διαθέσιμα σε περιορισμένη μόνο ποσότητα. Αυτά χαρακτηρίζονται ως οικονομικά α. και δημιουργείται, επομένως, ένα πρόβλημα επιλογής μεταξύ των διάφορων αναγκών που πρέπει να ικανοποιηθούν, ώστε να αντλούμε από το α. την πιο μεγάλη χρησιμότητα, φροντίζοντας για τις πιο επιτακτικές ανάγκες. Καταλήγουμε έτσι σε ένα πρόβλημα επιλογής μεταξύ του ίδιου του α. και της δαπάνης (τη θυσία δηλαδή χρησιμότητας), στην οποία θα πρέπει να υποβληθούμε για να το αποκτήσουμε. Υπάρχουν πολλές κατηγορίες οικονομικών α. Βασικά τα α. διακρίνονται σε άμεσακαταναλωτικά, δηλαδή αυτά που ικανοποιούν άμεσα τις ανάγκες (τρόφιμα, ενδύματα, σπίτια κλπ.), και σε έμμεσαπαραγωγικά: αυτά που χρησιμεύουν ως μέσα παραγωγής των πρώτων (μηχανές, πρώτες ύλες κλπ.). Διακρίνονται επίσης σε αναλώσιμα, δηλαδή αυτά που η χρησιμότητά τους εξαντλείται με μια πράξη παραγωγής ή κατανάλωσης (όπως το ψωμί, οι καύσιμες ύλες), και σε μη αναλώσιμαδιαρκή, δηλαδή αυτά που μπορούν να χρησιμοποιηθούν πολλές φορές σε μια ορισμένη χρονική περίοδο (όπως ένα κουστούμι, ένα άροτρο κλπ.). Τέλος, σημαντική είναι η διάκριση μεταξύ των παραχθέντων α. και των α. συντελεστών της παραγωγής. Τέτοια α. είναι η εργασία, η γη και το κεφάλαιο. Η πρόσβαση στα «τεχνολογικά αγαθά» θεωρείται στην εποχή μας απαραίτητο συστατικό της προόδου μιας κοινωνίας (φωτ. Πρεσβεία Βελγίου). Το νερό, αν και θεωρείται φυσικό αγαθό, χρειάζεται κι αυτό ακόμα να υποστεί επεξεργασία για την ασφαλή διάθεσή του σε εκατομμύρια ανθρώπων που ζουν στις μεγαλουπόλεις. Η φωτογραφία είναι από σύγχρονο εμφιαλωτήριο (φωτ. Ευρωπαϊκή Επιτροπή). Ο πλούτος των παραγωγικών αγαθών ενός κράτους συχνά συνδέεται με την ευημερία του. Στη φωτογραφία, εργάτης στον Παναμά (φωτ. Πρεσβεία Παναμά). Η εξασφάλιση των στοιχειωδών αγαθών (διατροφή κλπ.) για όλους τους πολίτες αποτελεί πρώτιστο μέλημα των κυβερνήσεων (φωτ. Πρεσβεία Κροατίας).
* * *
το (Α ἀγαθόν) (ουδ. εν. τού επιθ. αγαθός* ως ουσ.)
1. ευλογία, ωφέλεια, κέρδος
2. (με ηθική σημ.) το καλό, η αρετή
3. (φιλοσ.) το καλό σε αντιδιαστολή με το κακό, αυτό που επιτάσσει η ηθική
4. (οικον.) οτιδήποτε αποτελεί καρπό εργασίας και ικανοποιεί μια ατομική ή συλλογική ανάγκη
αρχ.
(ως έκφραση στοργής σε μωρό) αγάπη μου! θησαυρέ μου!

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αδιαφορία — Η έλλειψη ενδιαφέροντος, αμέλεια, αφροντισιά, απάθεια· (αρχ.) έλλειψη διαφοράς. (Θρησκ.)Έλλειψη ενδιαφέροντος για τα θέματα που αφορούν τις θρησκευτικές αξίες. Η α. είναι αντίθετη του φανατισμού και καταδικάζεται από την Αγία Γραφή, γιατί συχνά… …   Dictionary of Greek

  • κυρηναϊκοί — Φιλόσοφοι της αποκαλούμενης Κυρηναϊκής σχολής, της οποίας την ίδρυση η αρχαία παράδοση αποδίδει –γεγονός που σήμερα αμφισβητείται– στον Αρίστιππο (5ος –4ος αι. π.Χ.), μία από τις επιφανέστερες προσωπικότητες που είχαν συνδεθεί με τον Σωκράτη. Η… …   Dictionary of Greek

  • αξία — Όρος που χρησιμοποιείται στην οικονομική γλώσσα, όπου σημαίνει τη σημασία που ο άνθρωπος αποδίδει σε ένα αγαθό. Η θεωρία της α. αποτέλεσε για πολύ καιρό ένα από τα θεμελιώδη σημεία της πολιτικής οικονομίας, επειδή οι οικονομολόγοι πίστευαν πως… …   Dictionary of Greek

  • τιμή — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η ποσότητα χρήματος που δίνεται σε αντάλλαγμα αγαθών ή υπηρεσιών ή, πιο συγκεκριμένα, η αξία των αγαθών και των υπηρεσιών εκφραζόμενη σε χρήμα. Συχνά, αντί για τη λέξη τ., προτιμούν να χρησιμοποιούν, ειδικά στην… …   Dictionary of Greek

  • κατανάλωση — (Οικον.). Όρος που αναφέρεται στη χρησιμοποίηση αγαθών και υπηρεσιών για την ικανοποίηση ανθρώπινων αναγκών. Αντίστοιχα, καταναλωτικά ονομάζονται όλα τα αγαθά που προορίζονται άμεσα για την ικανοποίηση μιας ανάγκης, αποσπώμενα κατ’ αυτό τον τρόπο …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • Ζήνων ο Κιτιεύς — (Κίτιο, Κύπρος 336; – 264 π.Χ.). Φιλόσοφος, ιδρυτής της στωικής σχολής. Αρχικά ασχολήθηκε με το εμπόριο. Διαβάζοντας όμως τα Απομνημονεύματα του Ξενοφώντα, αποφάσισε να στραφεί στη φιλοσοφία. Ταξίδεψε τότε στην Αθήνα και έγινε μαθητής του κυνικού …   Dictionary of Greek

  • σημαντική ή σημασιολογία — Γενική θεωρία και ιστορική μελέτη της σημασίας των λέξεων. Η σ. πήρε το όνομά της από το Μισέλ Μπρεάλ που, το 1883, πρότεινε να ονομαστεί έτσι (γαλλικά semantique από τη ρίζα του ελληνικού ρήματος σημαίνω) το μέρος της γλωσσολογίας που αναφέρεται …   Dictionary of Greek

  • αγαθός — ή, ό 1. καλός, ενάρετος: Ήταν άνθρωπος του Θεού, αγαθός κι απονήρευτος. 2. αφελής, απλοϊκός: Ήταν ο καημένος πολύ αγαθός και συχνά την πάθαινε. 3. το ουδ. ως ουσ., αγαθό σημαίνει το καλό, η ωφέλεια, το κέρδος: Η υγεία είναι το πολυτιμότερο αγαθό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μίθρας — Αρχαία θεότητα των Αρίων. Η ινδική (βεδική) θρησκεία τον κατέταξε μεταξύ των σπουδαιότερων θεών του πανθέου της, ενώ στην Περσία, ο ζωροαστρισμός μεταξύ των δαιμόνων. Με την πάροδο του χρόνου όμως ο ζωροαστρισμός τον δέχτηκε ως υπέρτατο άγιο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”